παιδομανής

παιδομανής
παιδομανής, -ές (Α)
1. αυτός που αγαπά τα παιδιά μανιωδώς
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παιδομανής
ο παιδεραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναικο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παιδομανής — mad after boys masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδομανεῖ — παιδομανής mad after boys masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) παιδομανής mad after boys masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδομανῶν — παιδομανής mad after boys masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • παιδομανία — παιδομανία, ἡ (Α) [παιδομανής] μανιώδης αγάπη για τα παιδιά …   Dictionary of Greek

  • παιδομανώ — παιδομανῶ, έω (Μ) [παιδομανής] αγαπώ τα παιδιά μανιωδώς …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • ՄԱՆԿԱՄՈԼ — (ի, ից.) NBH 2 0205 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. παιδομανής qui puerorum improbo amore insanit. Մոլեալ տռփանօք ʼի մանկունս. մանկատռիփ. արուամոլ. *Էր կարծիս առ աթենացիսն, եթէ մանկամոլ էր սոկրատէս՝ վասն ընտրելոյ զգեղեցկակերպսն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”